- χτίση
- η, Νη κτίση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίση, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χτίση — η βλ. κτίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek
νεκρώνω — νέκρωσα, νεκρώθηκα, νεκρωμένος 1. μτβ., προκαλώ θάνατο. 2. ναρκώνω, παραλύω. 3. αφαιρώ τη ζωτικότητα κάποιου. 4. αμτβ., γίνομαι αδρανής, χάνω τη ζωτικότητά μου: Εσύ στιγμή να λείψεις, μαραίνεται όλη η φύση, νεκρώνει πάσα χτίση (Βηλαράς). 5. χάνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)